ἀστραπή

ἀστραπή
ἀστρᾰπ-ή, ,
A = ἀστεροπή, στεροπή,fiash of lightning, lightning,

βροντὴ καὶ ἀ. Hdt.3.86

, cf. X.HG7.1.31, etc.;

βροντὴ δ' ἐρράγη δι' ἀστραπῆς S.Fr.578

, cf. Pl.Ti.68a, Cra.409c, Arist.Mete.369b6; personified, as subject of painting, Plin.HN35.96, Philostr.Im. 1.14: freq. in pl., lightnings,

τὰς ἀ. τε καὶ κεραυνίους βολάς A.Th. 430

;

τᾶν πυρφόρων ἀστραπᾶν κράτη νέμων S.OT201

(lyr.).
2 light of a lamp, A.Fr.386, Ev.Luc.11.36.
3 metaph., ἀστραπήν τιν' ὀμμάτων flashing of the eyes, S.Fr.474;

βλέπων ἀστραπάς Ar.Ach. 566

; ἐκτυφλοῦν τιν' ἀστραπὴ [εἰμί] Antiph.195.4, cf. Ach.Tat.6.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀστραπή — fiash of lightning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… …   Dictionary of Greek

  • ἀστραπῇ — ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αστραπή — η 1. η ξαφνική και στιγμιαία λάμψη που παράγεται από τον ηλεκτρισμό των νεφών: Τι αστραπές και βροντές ήταν αυτές χτες το βράδυ! 2. κάθε αιφνίδια και στιγμιαία λάμψη: Απ το θυμό του τα μάτια του πετούσαν αστραπές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀστραπὴ ἐκ πυέλου. — См. Гром гремит не из тучи, а из навозной кучи …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κἀστραπῇ — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπῆι — ἀστραπῇ , ἀστράπτω lighten aor subj pass 3rd sg ἀστραπῇ , ἀστραπή fiash of lightning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαῖς — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαῖσι — ἀστραπή fiash of lightning fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπαί — ἀστραπή fiash of lightning fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀστραπᾶν — ἀστραπή fiash of lightning fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”